- χρωματοπυξίς
- (-ίδος) η палитра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωματοπυξίδα — η, Ν (παλ. όρος) χρωματοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + πυξίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοπυξίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Αλ. Θ. Φιλαδελφέα] … Dictionary of Greek